μπούρδα, η [‘burða]

μπούρδα, η [‘burða]: α. λόγος ανόητος, ψευδής ή γενικά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. β. η λινάτσα. [ισπαν. burda ‘χοντροκομμένη΄, ‘αδέξιο ψέμα΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από