μπουμπουνοκέφαλος [bubuno’kefalos]

μπουμπουνοκέλαφος [bubuno’kefalos]: βλάκας, ανόητος. [ίσως ηχομιμ. πιθ. συνδ. με μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.) κεφάλ(ι) -ος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: