μπουναμάς, ο [buna’mas]

μπουναμάς, ο [buna’mas]: το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές: ‘Πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς’. [βεν. bonama(n) ‘φιλοδώρημα για ανταμοιβή υπηρεσίας, χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο δώρο΄ -ς· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ].

Και: https://ilialang.gr/μπουλαμάς-ο-bulamas/


Δημοσιεύτηκε

σε

από