μπότσα, η [‘botsa]: πήλινο ή γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες τσίπουρου: ‘Γέμισε την μπότσα’. [πιθ. <ιταλ. bozza. Η λ. με διαφορ. προέλ. (<βεν. bozza ‘δοχείο λαδιού ή κρασιού’ στο Du Cange (τζ) και σήμ. ιδιωμ)].
μπότσα, η [‘botsa]
από
Ετικέτες: