μπονόρα [bo’nora]

μπονόρα [bo’nora]: (επιρρ.) πολύ πρωί, το ξημέρωμα: ‘Ήρθε από μπονόρα για τις ελιές’. [ιταλ. φρ. a buonora ‘πρωί πρωί’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από