ΔΠΗ
μπολιάρης, -α, -ικο [bo’ʎaris]: αυτός που γυρίζει από δω κι από κει: ‘Γυρίζει σα μπολιάρης!’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: