μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]: α. διακοσμητικά μικροκατασκευάσματα. β. (στον πληθυντικό) γεννητικά όργανα. [μπιχλιμπίδι < ίσως αναδιπλ. τύπος του αραβ. bihl ‘ασήμαντη ποσότητα, ψιλοπράγματα’].
μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]
από
Ετικέτες:
μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]: α. διακοσμητικά μικροκατασκευάσματα. β. (στον πληθυντικό) γεννητικά όργανα. [μπιχλιμπίδι < ίσως αναδιπλ. τύπος του αραβ. bihl ‘ασήμαντη ποσότητα, ψιλοπράγματα’].
από
Ετικέτες: