μπιρμπιλομάτα, η [birbilo’mata]

μπιρμπιλομάτα, η [birbilo’mata]: α. γυναίκα με βλέμμα παιχνιδιάρικο. β. η γίδα με ανοιχτόχρωμα μάτια. [μπιρμπιλ(ό) -ο- μάτ(ι) -α].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από