μπιρμπιλός [birbi’los]

μπιρμπιλός, -ή, -ό [birbi’los]: πολύχρωμος. [μπιρμπίλ(α) -ό].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: