μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]

μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]: σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι, κουκουλώνομαι.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από