μπάλιος, -ια, -ιο [‘baʎos]: άλογο που έχει άσπρο κούτελο. [αρομ. bal’iŭ ή αρχ. επίθ. βαλιός. Η λ. συν. στον τ. ιους σήμ. ιδιωμ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
μπάλιος, -ια, -ιο [‘baʎos]: άλογο που έχει άσπρο κούτελο. [αρομ. bal’iŭ ή αρχ. επίθ. βαλιός. Η λ. συν. στον τ. ιους σήμ. ιδιωμ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: