ΔΠΗ
μπαζώνω [ba’zono]: α. κατασκευάζω τον πάτο ξύλινου δοχείου. β. τσιμεντώνω κάτι. [μπάζ(α) -ώνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: