μόσκος, ο [‘moskos]

μόσκος, ο [‘moskos]: αρωματικό υγρό, ευωδία: ‘Το μόσκο το γαρίφαλο’. [μσν. μόσκος < μσν. ή ελνστ. μόσχος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < περσ. mushk ίσως με παρετυμ. μόσχος].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από