ΔΠΗ
μόρα, η [‘mora]: ο βραχνάς: ‘Μόρα και κασίδα να σε πιάσει’ [σλαβ. mora ‘θανατικό΄].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: