ΔΠΗ
λαιμουριάζω [lemu’rʝazo]: πιάνω κπ. από τον λαιμό και του αφήνω σημάδια. [λαιμ(ός) -ουριάζω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση