ΔΠΗ
μεινεμένο, το [mine’meno]: αυτό που έχει απομείνει, το υπόλοιπο. [(έ)μειν(ε) -εμένο].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: