μασουριάζω [masu’rʝazo]

μασουριάζω [masu’rʝazo]: μαζεύω σε μικρά καλαμάκια το υφάδι. [μασουρ(ι) –ιάζω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από