μασουλώ [masu’lo]

μασουλώ [masu’lo]: μασάω κτ. επί πολλή ώρα, αργά και συνήθ. με κλειστό στόμα: ‘Όλη μέρα μασουλάει’. [μασ(ώ) -ουλίζω & μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μασουλισ-].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: