μαραγκιάζω [mara’ɟazo]

μαραγκιάζω [mara’ɟazo]: ζαρώνω: ‘Μαράγκιασαν τα λάχανα’. / (μειωτ.) για πρόσωπο. [ελνστ. μαραγγι(άω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μαραγγιασ- (ορθογρ. απλοπ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από