μαμούρι, το [ma’muri]

μαμούρι, το [ma’muri]: α. μικρό παιδί. β. (μειωτ.) το ανθρωπάκι: ‘Είναι μαμούρι τελείως αυτός’ (κακομοίρης).


Δημοσιεύτηκε

σε

από