μάζωξη, η [‘mazoksi]

μάζωξη, η [‘mazoksi]: η συγκέντρωση, η συνάθροιση. [μσν. μάζωξις < μαζωκ- (μαζώνω) -σις > -ση].


Δημοσιεύτηκε

σε

από