μαγάρι, το [ma’γari]

μαγάρι, το [ma’γari]: το μίασμα, το κακό: ‘Είναι μαγάρι να τινάζεις τραπεζομάντηλο τη νύχτα’. [μαγαρ(ίζω) -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από