λυγιά, η [li’ʝa]: θαμνώδες φυτό με λεπτά και ευλύγιστα κλαδιά. [μσν. λυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *λυγάρ(ι) (όν. καρπού) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. λυγός ἡ (ελνστ. ὁ) -άρι(ον)].
λυγιά, η [li’ʝa]
από
Ετικέτες:
λυγιά, η [li’ʝa]: θαμνώδες φυτό με λεπτά και ευλύγιστα κλαδιά. [μσν. λυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *λυγάρ(ι) (όν. καρπού) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. λυγός ἡ (ελνστ. ὁ) -άρι(ον)].
από
Ετικέτες: