λουπάφτης, ο [lu’paftis]

λουπάφτης, ο [lu’paftis]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. [λούπ(ος) αυτ(ί) -ης].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από