λογγιά, η [lo’ɟa]: ο λόγγος, η δασωμένη αδιάβατη έκταση. [< παλαιότ. σλαβ. log(ᾰ) -ιά. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. και σήμ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
λογγιά, η [lo’ɟa]: ο λόγγος, η δασωμένη αδιάβατη έκταση. [< παλαιότ. σλαβ. log(ᾰ) -ιά. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. και σήμ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: