λίχνισμα, το [‘lixɲizma]

λίχνισμα, το [‘lixɲizma]: το ξεχώρισμα των άχυρων από τον καρπό των δημητριακών. [λιχν(ίζω) -ισμα].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από