λιοκρίζει [ʎo’krizi]

λιοκρίζει [ʎo’krizi]: έχει πανσέληνο, γεμάτο φεγγάρι.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από