λιμάζω [li’mazo]: κατέχομαι από μεγάλη και ακόρεστη πείνα ή λαιμαργία: ‘Δε χορταίνει με τίποτε, έχει λιμάσει!’ [μσν. λιμάζω < αρχ. λιμ(ός) -άζω (πρβ. ελνστ. λιμώσσω, ίδ. σημ.) <αρχ. λιμώσσω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o