λίμα, η [‘lima]

λίμα, η [‘lima]: η μεγάλη πείνα, η λαιμαργία: ‘Έχω μια λίμα!’ [μσν. λίμα < λιμ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από