λαγογαμίστρα, η [laγoγa’mistra]

λαγογαμίστρα, η [laγoγa’mistra]: άγονο χωράφι στο οποίο μπορούν εύκολα να συνευρεθούν κπ. [λαγ(ός) + γαμ(άω) -ίστρα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *