λέσι, το [‘lesi]: α. το πτώμα ζώου, το ψοφίμι μαζί με την δυσάρεστη οσμή που αυτό αναδίδει, η δυσοσμία, η βρόμα. β. (μτφ.) α. για κπ. υπερβολικά νωθρό, αδύναμο, κουρασμένο· ψοφίμι. β. για κπ. υπερβολικά βρόμικο. [μσν. λέσι < τουρκ. leş ‘ψοφίμι΄ -ι].
Και: https://ilialang.gr/ψοφίμι-το/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o