λερός [le’ros]

λερός, -ή, -ό [le’ros]: βρόμικος, βρομερός: ‘Λεροί τοίχοι’. [αρχ. ὀλερός ‘θολός, λασπωμένος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: