ΔΠΗ
λαναρίζω [lana’rizo]: κατεργάζομαι το μαλλί. [λανάρ(ι) –ίζω < μσν. λανάρι(ον)].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: