λαλακιάζω [lala’cazo]

λαλακιάζω [lala’cazo]: κουράστηκα να μιλάω ασταμάτητα: ‘Λαλάκιασε η γλώσσα μου’ (μάλλιασε η γλώσσα μου). [αρχ. λαλῶ ‘φλυαρώ, τιτιβίζω΄]].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: