κωλοσουφρίδα, η [kolosu’friða]

κωλοσουφρίδα, η [kolosu’friða]: α. ο πρωκτός. β. χαρακτηρισμός για άνθρωπο κακόβουλο και ύπουλο.


Δημοσιεύτηκε

σε

από