ΔΠΗ
κωλοφαγούρα, η [kolofa’γura]: α. οι αιμορροΐδες. β. η ανησυχία. [κώλ(ος) + φαγούρα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση