κρένω [‘kreno]: μιλώ: ‘Μην κρένεις τώρα δα’. [αρχ. κρίνω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κριν- κατά το σχ.: μειν- (έμεινα) – μένω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κρένω [‘kreno]: μιλώ: ‘Μην κρένεις τώρα δα’. [αρχ. κρίνω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κριν- κατά το σχ.: μειν- (έμεινα) – μένω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o