κράζω [‘krazo]

κράζω [‘krazo]: φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: ‘Σούρε να κράξεις το παιδί’. [αρχ. κράζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: