ΔΠΗ
κοψοβερκιάζω [kopsove’rcazo]: χτυπώ κάποιον άσχημα: ‘Θα τον κοψοβερκιάσω τον άτιμο’. [κοψ- (κόβω) + ο + (σ) βέρκ(ος) + – ιάζω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: