κουτσουριάζομαι [kutsu’rʝazome]

κουτσουριάζομαι [kutsu’rʝazome]: γίνομαι βαρύς και δυσκίνητος σαν κούτσουρο. [κούτσουρ(ο) – ιάζομαι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από