ΔΠΗ
κουτσουριάζομαι [kutsu’rʝazome]: γίνομαι βαρύς και δυσκίνητος σαν κούτσουρο. [κούτσουρ(ο) – ιάζομαι].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: