κουτσούνα, η [ku’tsuna]

κουτσούνα, η [ku’tsuna]: κούκλα. [πιθ. <ουσ. κούτσα + κατάλ. ούνα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από