κούτσικος [‘kutsikos]

κούτσικος, -η, -ο [‘kutsikos]: ο μικροκαμωμένος. [τουρκ. küç(ük) ‘μικρό΄ -ούτσικο, ουδ. του -ούτσικος με απλολ. [kutsuts > kuts] (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από