κουτρουλιάζω [kutru’ʎazo]

κουτρουλιάζω [kutru’ʎazo]: φυλάω το χωράφι για να μην πάνε πρόβατα να βοσκήσουν. [κουτρούλ(ι) ‘μικρός λοφίσκος χώματος’ -ιάζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από