κουρούπα, η [ku’rupa]

κουρούπα, η [ku’rupa]: πήλινο δοχείο, πιθάρι: ‘Έβανε τις κουρούπες και τις γιόμιζε μ’ελιές’. [<ουσ. κουρούπι + κατάλ. α ή <ουσ. *κορύπη. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λέξη προήλθε από της δυτ. συριακής αραμαϊκής γλώσσας gərōbā / gərābā ‘πήλινο δοχείο’].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από