κουρμπέτι, το [kur’beti]

κουρμπέτι, το [kur’beti]: α. ο εκτός του σπιτιού χώρος, η πιάτσα. β. το ταξίδι [τουρκ. kurbet, gurbet ‘μακριά από το σπίτι, ξενιτιά΄ (από τα αραβ.) -ι].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από