ΔΠΗ
κουρβουλιάζομαι [kurvu’ʎazome]: (μτφ.) ακινητοποιούμαι εξαιτίας ασθένειας: ‘Να κουρβαλιαστείς’ (κατάρα: να μείνεις παράλυτος). [κούρβουλ(ο) ‘κορμός αμπελιού’ -ιάζομαι].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: