κουνενές, ο [kune’nes]

κουνενές, ο [kune’nes]: α. το νεογέννητο παιδί, το βρέφος. β. άνθρωπος ξεμωραμένος.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από