κουλαντρίζω [kula’ndrizo]: κουμαντάρω κπ.: ‘Δεν μπορώ να τον κουλαντρίσω’. [τουρκ. kulland(ι) γ’ εν. αορ. του kullanmak ‘χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι – κοστούμι].
κουλαντρίζω [kula’ndrizo]: κουμαντάρω κπ.: ‘Δεν μπορώ να τον κουλαντρίσω’. [τουρκ. kulland(ι) γ’ εν. αορ. του kullanmak ‘χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι – κοστούμι].