κορμοσκυλιάζω [kormoski’ʎazo]

κορμοσκυλιάζω [koproski’ʎazo]: τεμπελιάζω. [κορμ(ός) -ο- σκυλ(ο) -ιάζω].

Πηγή: https://ilialang.gr/κοπροσκυλάου-κοπροσκυλιάζω-koproskiazo-προφ/


Δημοσιεύτηκε

σε

από