κορδελάκια, τα [korðe’laca]: (μτφ.) τα τσαλιμάκια: ‘Μη μου κάνεις κορδελάκια’, (μην μου κάνεις νάζια). [μσν. κορδέλα αντδ. < βεν. cordela υποκορ. του corda (δες κόρδα)].
Και: https://ilialang.gr/τσαλιμάκι-το/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o